αχροια

αχροια
    ἄχροια
    ἄ-χροια
    ἥ бесцветность, бледность Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αχροια" в других словарях:

  • ἀχροίᾳ — ἀχροίᾱͅ , ἄχροια absence of colour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχροια — absence of colour fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχροια — η (Α ἄχροια) 1. έλλειψη ή απουσία χρώματος 2. απώλεια του χρώματος, ξεθώριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χροιά < χρως ( ωτός) «επιδερμίδα, χρώμα επιδερμίδας, χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀχροίας — ἀχροίᾱς , ἄχροια absence of colour fem acc pl ἀχροίᾱς , ἄχροια absence of colour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχροίαις — ἄχροια absence of colour fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχροίης — ἄχροια absence of colour fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχροίῃ — ἄχροια absence of colour fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχροίῃσι — ἄχροια absence of colour fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχροιαι — ἄχροια absence of colour fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχροιαν — ἄχροια absence of colour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»